ΠΛΗΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΝΤΙΛ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΩΝ
Σημαντική αποδεικνύεται και φέτος η κινητικότητα των επενδυτών στην αγορά ακινήτων εισοδήματος, όπως κτιρίων γραφείων, ξενοδοχείων, εμπορικών καταστημάτων και συγκροτημάτων logistics. Όπως αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή της η Cushman & Wakefield Proprius, μόνο κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφονται συμφωνίες για την αγορά ακινήτων συνολικής αξίας 1 δισ. ευρώ, ενώ η εταιρεία εκτιμά ότι στο σύνολο του έτους το μέγεθος αυτό μπορεί να προσεγγίσει ακόμα και τα 2 δισ. ευρώ. Πρόκειται για επίδοση ανάλογη με εκείνες τόσο του 2024 όσο και του 2023.
Κατά το τρέχον έτος η μεγαλύτερη σε αξία συναλλαγή αφορά τα 700 εκατ. ευρώ που υπολογίζεται ότι καταβλήθηκαν από τον εφοπλιστή κ. Γιώργο Προκοπίου για την εξαγορά του υπόλοιπου 70% του ξενοδοχειακού συγκροτήματος του Αστέρα Βουλιαγμένης. Ο κ. Προκοπίου είχε αποκτήσει το 30% του ακινήτου τον περσινό Οκτώβριο, εξαγοράζοντας το ποσοστό του ομίλου Dogus, και φέτος προχώρησε στην αγορά και του 70% που έλεγχε το επενδυτικό σχήμα Jermyn Street Real Estate Fund.
Τα ξενοδοχειακά ακίνητα και συνολικά ο τομέας της φιλοξενίας αποδεικνύονται μέχρι σήμερα η δημοφιλέστερη κατηγορία. Κατά το πρώτο μισό του έτους επενδύθηκαν συνολικά κεφάλαια 850 εκατ. ευρώ, ποσό που συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων των τελευταίων ετών, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική σημασία του τουριστικού real estate στην Ελλάδα και την αυξανόμενη ελκυστικότητα του κλάδου για εγχώριους και διεθνείς επενδυτές.
Σημάδια ωρίμανσης καταγράφει η ελληνική αγορά, με το ενδιαφέρον των θεσμικών επενδυτών να παραμένει έντονο, σύμφωνα με ανάλυση της Cushman & Wakefield Proprius
Όπως αναφέρει η κυρία Νίκη Σύμπουρα, επικεφαλής της Cushman & Wakefield Proprius στην Ελλάδα, «η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα περνά σε φάση σταδιακής ωρίμανσης, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, παρά τις προκλήσεις που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ορισμένοι τομείς. Η αυξανόμενη ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, η ενεργός συμμετοχή εγχώριων επενδυτών και οι στοχευμένες κινήσεις σε δυναμικούς κλάδους επιβεβαιώνουν τη ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς» .
Στις πιο πρόσφατες συναλλαγές περιλαμβάνεται και η πώληση από την Μπλε Κέδρος του ακινήτου που διέθετε στη συμβολή των οδών Φαλήρου και Δημητρακοπούλου στο Κουκάκι και το οποίο προοριζόταν για ανακατασκευή και μετατροπή σε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων. Τελικά η ΑΕΕΑΠ των αδελφών Ευφορμίδη επέλεξε την οδό της πώλησης με σημαντικό κέρδος, καθώς εξασφάλισε τίμημα ύψους 18,6 εκατ. ευρώ, ενώ το ακίνητο είχε αποκτηθεί για μόλις 1,5 εκατ. ευρώ μέσω πλειστηριασμού. Στο παρελθόν λειτουργούσε ως κλειστός χώρος στάθμευσης οχημάτων. Το ακίνητο αποκτήθηκε από τον όμιλο Vivium των Λιβανέζων επιχειρηματιών κ.κ. Χουρί και Καλουστιάν, που σχεδιάζουν να μειώσουν τον αριθμό των δωματίων, να αυξήσουν την επιφάνειά τους και να καταστήσουν το ξενοδοχείο που θα δημιουργηθεί πολυτελέστερων προδιαγραφών σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και το 2024 μία από τις σημαντικές συναλλαγές στην αγορά ακινήτων εισοδήματος παρατηρήθηκε στον τομέα της φιλοξενίας. Συγκεκριμένα, το ξενοδοχείο Grand Hyatt Athens πωλήθηκε από την κοινοπραξία Hines – Henderson Park στον επενδυτικό όμιλο Blackstone, έναντι τιμήματος ύψους 230 εκατ. ευρώ. Υπολογίζεται ότι περίπου 1,5 δισ. ευρώ από τα συνολικά 2,5 δισ. ευρώ που απορρόφησε η αγορά ακινήτων εισοδήματος το 2024 αφορούσε ξενοδοχεία. Μεταξύ άλλων, άλλη μία σημαντική πώληση αφορούσε το ξενοδοχείο Τιτάνια στη Λ. Πανεπιστημίου, το οποίο μεταβιβάστηκε έναντι 74 εκατ. ευρώ από τη βρετανική L+R στον όμιλο Χατζηλαζάρου (H Hotels Collection) από τη Ρόδο.
Aυξημένες κατά 12% ήταν κατά το πρώτο εξάμηνο και οι αγοραπωλησίες στην αγορά αυτοτελών κτιρίων γραφείων, καθώς ανήλθαν σε 165 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την ανάλυση της Proprius, «ενισχυμένη ήταν η παρουσία των ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν ιδιαίτερα δραστήριοι, προχωρώντας σε σημαντικές αγορές τόσο για επενδυτικούς σκοπούς όσο και για ιδιόχρηση. Αξιοσημείωτη κινητικότητα καταγράφεται και από πλευράς τραπεζών, με την Alpha Bank να ενισχύει τη θέση της στον τομέα του real estate μέσω της αύξησης της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της Prodea Investments. Η κίνηση αυτή υπογραμμίζει τη στρατηγική σημασία του κλάδου για το τραπεζικό σύστημα και την πρόθεση ενεργότερης εμπλοκής σε επενδυτικά σχήματα ακινήτων».
Επιπλέον 75 εκατ. Ευρώ επενδύθηκαν στις αγορές εμπορικών ακινήτων. Μία εξ αυτών ήταν η απόκτηση του σούπερ-μάρκετ της αλυσίδας Σκλαβενίτη στο Ρίο της Πάτρας, έναντι 11,24 εκατ. ευρώ, καθώς και η πώληση δύο εμπορικών ακινήτων μισθωμένων στη Zara και την Adidas στην οδό Ερμού από την Ευρώπη Holdings στην Alpha Bank, με συνολικό τίμημα 54 εκατ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ενός κτιρίου γραφείων) .
Από την άλλη πλευρά, πτωτικά κινήθηκαν οι συναλλαγές στον τομέα των βιομηχανικών ακινήτων και logistics, με μόλις 30 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, τα κεφάλαια αυτά αφορούσαν κυρίως αγορές μέσω πλειστηριασμών, με σκοπό την ίδια χρήση. Ωστόσο μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μια σημαντική επένδυση από τον όμιλο Trastor για την απόκτηση του νέου συγκροτήματος logistics που μισθώνει ο όμιλος Σκλαβενίτη, επιφάνειας 75.000 τ.μ. Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται σε περίπου 80 εκατ. ευρώ.
Πάντως, σύμφωνα με την ανάλυση της Cushman & Wakefield Proprius , «παρά τη θετική εικόνα σε επίπεδο εγχώριας δραστηριότητας , οι ξένες άμεσες επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων κατέγραψαν μείωση. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καθαρές εισροές για το πρώτο τρίμηνο του 2025 διαμορφώθηκαν στα 356,8 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 31,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 (520 εκατ. ευρώ) . Η επιβράδυνση αυτή εντοπίζεται κυρίως στην αγορά κατοικιών, λόγω αβεβαιότητας γύρω από τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ), αυξημένου κόστους κατασκευής, ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό και καθυστερήσεων στις μεταβιβάσεις».



